ακόκαλος

ακόκαλος
-η, -ο
αυτός που δεν έχει κόκαλα: Το χταπόδι είναι ακόκαλο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακόκαλος — η, ο [κόκαλο] 1. αυτός που δεν έχει κόκαλα 2. (για ζώα) αυτός που δεν έχει σπονδυλική στήλη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”